- εὐπάθητος
- εὐπάθ-ητος, ον,A = εὐπαθής 11, Corp.Herm.10.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπάθητος — εὐπάθητος, ον (Α) [ευπαθώ] ευπαθής … Dictionary of Greek
εὐπάθητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαθητικός — εὐπαθητικός, ή, όν (Α) [ευπάθητος] (για νοσήματα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα, ο ευμετάδοτος, ο μεταδοτικός … Dictionary of Greek